- προανέχω
- Α1. κρατώ κάτι ψηλά μπροστά σε κάποιον ή κρατώ κάτι ψηλά εκ των προτέρων2. εξέχω από κάτω προς τα πάνω («τὸ τεῑχος... τοῡ λόφου καθάπερ κορυφή τις ὑψηλότερα προανεῑχεν», Ιώσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀνέχω «κρατώ ψηλά»].
Dictionary of Greek. 2013.